διαπορῶ

διαπορῶ
διαπορέω
to be quite at a loss
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
διαπορέω
to be quite at a loss
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
διαπορέω
to be quite at a loss
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
διαπορέω
to be quite at a loss
pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διαπορώ — διαπορῶ, έω (AM) [απορώ] 1. βρίσκομαι σε αμηχανία, αμφιταλαντεύομαι, αμφιρρέπω 2. (μέσ. απρόσ.) διαπορείται τίθεται το ερώτημα, διατυπώνεται ή υπάρχει η απορία αρχ. 1. έχω ανάγκη ή έλλειψη 2. ερευνώ, διερευνώ, εξετάζω, ψάχνω …   Dictionary of Greek

  • αμφινοώ — ἀμφινοῶ ( έω) (Α) [ἀμφίνοος] διχάζομαι ανάμεσα σε δύο γνώμες, διαπορώ, αμφιβάλλω …   Dictionary of Greek

  • διαπόρημα — το (Α διαπόρημα) [διαπορώ] απορία, αμφιβολία, αμφιταλάντευση αρχ. ανησυχία, αδημονία …   Dictionary of Greek

  • διαπόρηση — η (Α διαπόρησις, εως) [διαπορώ] δυσχέρεια, αδυναμία αρχ. 1. απορία, διαπόρημα 2. ρητορικό σχήμα με το οποίο διατυπώνεται προσποιητή απορία για γνωστό θέμα …   Dictionary of Greek

  • προσδιαπορώ — έω, Α εγείρω και άλλες απορίες («παρεμβάλλοντες ἐρωτήματα καὶ προσδιαποροῡντες», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + διαπορῶ «αμηχανώ, απορώ»] …   Dictionary of Greek

  • συνδιαπορώ — έω, Α εξετάζω από κοινού με άλλον όλες τις απορίες που εγείρονται σχετικά με ένα ζήτημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαπορῶ «εξετάζω, διευρενώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”